προσωδια

προσωδια
    προσῳδία
    προσ-ῳδία
    ἥ
    1) Aesch. = προσφώνησις См. προσφωνησις
    2) ( = поздн. τόνος См. τονος) акцент, ударение
    

(φθόγγοι τε καὴ προσῳδίαι Plat.)

    3) знак ударения
    

π. ὀξεῖα Arst. (лат. accentus acutus) — острое ударение;

    π. βαρεῖα Arst. (лат. accentus gravis) — тяжелое (тупое) ударение

    4) орфографический знак (придыхания, количества или ударения) Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσωδια" в других словарях:

  • προσῳδία — προσῳδίᾱ , προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc/acc dual προσῳδίᾱ , προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσῳδίᾳ — προσῳδίαι , προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc pl προσῳδίᾱͅ , προσῳδία song sung to instrumental music fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… …   Dictionary of Greek

  • προσωδία — η 1. τραγούδι με συνοδεία μουσικού οργάνου. 2. ο μακρός ή ο βραχύς χρόνος των συλλαβών που αποτελεί τη βάση της μετρικής και της απαγγελίας στους αρχαίους Έλληνες και τους Λατίνους: Την αρχαία προσωδία την αντικατέστησε αργότερα το τονικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσῳδίας — προσῳδίᾱς , προσῳδία song sung to instrumental music fem acc pl προσῳδίᾱς , προσῳδία song sung to instrumental music fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσῳδίαι — προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc pl προσῳδίᾱͅ , προσῳδία song sung to instrumental music fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωιδίαι — προσῳδία song sung to instrumental music fem nom/voc pl προσωιδίᾱͅ , προσῳδία song sung to instrumental music fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσῳδίαν — προσῳδίᾱν , προσῳδία song sung to instrumental music fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωιδιῶν — προσῳδία song sung to instrumental music fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσῳδιῶν — προσῳδία song sung to instrumental music fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσῳδίαις — προσῳδία song sung to instrumental music fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»